- παραδαρμός
- ο1) борьба с превратностями судьбы; 2) метание (в лихорадке и т. п.); 3) страдание, мучение, терзание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραδαρμός — ο ταλαιπωρία, περιπέτεια: Τούτος ο παραδαρμός όλη τη νύχτα μας τσάκισε όλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραδαρμός — ο, ΝΜ [παραδέρω] περιπέτεια, δοκιμασία, ταλαιπωρία νεοελλ. πάλη με τα κύματα, κλυδωνισμός … Dictionary of Greek
παράδαρμα — το [παραδέρνω] 1. ο παράδαρμός 2. (κυρίως στον πληθ.) συμφορές, βάσανα … Dictionary of Greek
παραδείρι — το παραδαρμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θ. δειρ (πρβλ. ἔ δειρ α, αόρ. του δέρω / δέρνω) + κατάλ. ι] … Dictionary of Greek